- απομαγνητίζω
- -ισα, -ίστηκα, -ισμένος, ξεμαγνητίζω ένα μαγνητισμένο αντικείμενο· ουσ. απομαγνήτιση, η το ξεμαγνήτισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απομαγνητίζω — μειώνω ή εκμηδενίζω τον μαγνητισμό … Dictionary of Greek